- αναρριπίζω
- μετ.1) раздувать (огонь); 2) перен. раздувать, разжигать (страсти и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — ισα, ίστηκα 1. φυσώ και ανάβω τη φωτιά που πάει να σβήσει: Κάθισε να αναρριπίσει τη φωτιά που κόντευε να σβήσει. 2. εξάπτω, ερεθίζω κάποιο συναίσθημα που ατόνησε: Μερικές εφημερίδες αναρριπίζουν τα παλαιά μίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναρριπίζῃ — ἀναρριπίζω rekindle pres subj mp 2nd sg ἀναρριπίζω rekindle pres ind mp 2nd sg ἀναρριπίζω rekindle pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπιζομένων — ἀναρριπίζω rekindle pres part mp fem gen pl ἀναρριπίζω rekindle pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπιζόμενον — ἀναρριπίζω rekindle pres part mp masc acc sg ἀναρριπίζω rekindle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπιζόντων — ἀναρριπίζω rekindle pres part act masc/neut gen pl ἀναρριπίζω rekindle pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπισθέντα — ἀναρριπίζω rekindle aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναρριπίζω rekindle aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπισάντων — ἀναρριπίζω rekindle aor part act masc/neut gen pl ἀναρριπίζω rekindle aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπίζει — ἀναρριπίζω rekindle pres ind mp 2nd sg ἀναρριπίζω rekindle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπίζον — ἀναρριπίζω rekindle pres part act masc voc sg ἀναρριπίζω rekindle pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρριπίζοντα — ἀναρριπίζω rekindle pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναρριπίζω rekindle pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)